- ὑπόρθριος
- ὑπόρθ-ριος, α, ον,A towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόρθριος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) πρωινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)] … Dictionary of Greek
ὑπορθρίων — ὑπόρθριος towards morning fem gen pl ὑπόρθριος towards morning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορθρίαισι — ὑπόρθριος towards morning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)